χοροήθης

χοροήθης
χορο-ήθης, ες, an Chöre, Tanze gewöhnt

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χοροήθης — όηθες, Α (ποιητ. τ.) ο εθισμένος στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ήθης (< ἦθος), πρβλ. χειρο ήθης] …   Dictionary of Greek

  • χοροήθεσι — χοροήθης accustomed to the choral dance masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”